υπάντομαι

υπάντομαι
Α
βλ. υπαντώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπαντώ — ὑπαντῶ, άω, ΝΜΑ, και ὑπαντεύω και ὑπάντομαι και ιων. τ. ὑπαντέω Α έρχομαι για να συναντήσω κάποιον, προϋπαντώ («ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῡς ἔρχεται, ὑπάντησεν αὐτῷ», ΚΔ) μσν. αρχ. βρίσκω τυχαία, συναντώ αρχ. 1. συναινώ, συμφωνώ σε κάτι 2. αποκρίνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”